αναπάντεχο

αναπάντεχο
το неожиданность, сюрприз

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αναπάντεχο" в других словарях:

  • ξαφνικό — το αναπάντεχο γεγονός, απρόοπτο ατύχημα: Τι ξαφνικό ήταν τούτο που μας ήρθε; – Ξαφνικό να σου ρθει κι αναπάντεχο (κατάρα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • άγραφος — η, ο (Α ἄγραφος, ον) [γράφω] 1. αυτός που δεν γράφηκε, που δεν διατυπώθηκε ή δεν δηλώθηκε εγγράφως, άγραπτος, άγραφτος 2. αυτός που δεν καταγράφηκε σε κατάλογο ή σε πίνακα, ακατάγραφος, ακαταχώριστος, αδήλωτος 3. αυτός πάνω στον οποίο δεν έχει… …   Dictionary of Greek

  • αγγελοπετριά — η 1. πλήγμα από τον άγγελο τού θανάτου, αιφνίδιος, απροσδόκητος θάνατος 2. χτύπημα με πέτρα, πετριά άγνωστης προελεύσεως 3. απροσδόκητο, αναπάντεχο κακό 4. ερωτομανία, ερωτοληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + πετριά] …   Dictionary of Greek

  • σφοντύλι — το / σφονδύλιον, ΝΜΑ, και σπονδύλιον ΜΑ, και σφονδύλειον Α νεοελλ. 1. είδος πτηνού 2. φρ. «τού ρθε [ή τού φάνηκε] ο ουρανός σφοντύλι» ζαλίστηκε τόσο από δυνατό χτύπημα ή αναπάντεχο πάθημα που νόμισε ότι ο ουρανός γυρίζει σαν το σφοντύλι στο… …   Dictionary of Greek

  • φυσώ — φυσῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. φυσῶ, έω, Α [φῡσα] 1. παράγω, προξενώ αέρα 2. (για άνεμο) πνέω 3. (για πρόσ.) κατευθύνω ρεύμα αέρα προς μία κατεύθυνση με το στόμα ή με φυσερό 4. προσπαθώ να ανάψω ή να δυναμώσω τη φωτιά με φύσημα (α. «φύσα λίγο τη… …   Dictionary of Greek

  • από μηχανής θεός — Δραματουργικό εύρημα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, κατά το οποίο την τελική λύση του περίπλοκου προβλήματος που ανιστορείται θα δώσει –σχεδόν απροσδόκητα– η παρέμβαση κάποιου θεού, που κατεβαίνει στη σκηνή με ειδικό μηχάνημα· χαρακτηριστική… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Καριζώνη, Αικατερίνη — (Θεσσαλονίκη 1955 –). Λογοτέχνης. Σπούδασε οικονομικά και αναγορεύθηκε διδάκτορας οικονομικών επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σταδιοδρόμησε ως υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»